Τριαντα τέσσερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, με κείμενο που κατέθεσαν στο Εθνικό Συμβούλιο του Κινήματος, προτείνουν ένα «σχέδιο για μια άλλη πολιτική».
Ανάλυση της συγκυρίας: Η χώρα ,η κοινωνία, η οικονομία δοκιμάζονται από τη βαθειά κρίση. Η κρίση του δημόσιου χρέους, η κρίση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που άφησε πίσω της η...
ηττημένη δεξιά αποτέλεσαν το υπόβαθρο για μια περαιτέρω κρίση δανεισμού. Η νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου προκειμένου να αντιμετωπίσει τη κρίση δανεισμού απεδέχθη την επιβολή δημοσιονομικής κηδεμονίας από το διευθυντήριο της Ε.Ε. με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ και προέβη σε πολιτικές και μέτρα νεοφιλελεύθερου μονεταρισμού και την αποδοχή του μνημονίου, πράγμα αντίθετο με τις αρχές και τις προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ. Οι προοδευτικές δυνάμεις του κινήματος ήταν αυτονόητο ότι θα εκδήλωναν με το διάλογο και τη δράση τους τη ν αντίθεση τους σε αυτές τις επιλογές.. Χρειαζόμαστε μια εθνική συζήτηση, χρειαζόμαστε μια πανευρωπαϊκή συζήτηση για την αρνητική εξέλιξη της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που μαστίζει και άλλες χώρες της Ε,Ε. Χρειαζόμαστε όχι μόνο αντίσταση , όχι μόνο κινητοποίηση κατά αυτών των επιλογών της τρόικας και του μνημονίου. Χρειαζόμαστε πρωτοβουλίες και συντονισμό με προοδευτικές δυνάμεις στην Ε,Ε ΚΑΙ ΣΤΗ ΧΏΡΑ Μας. Χρειαζόμαστε ένα προοδευτικό και εφαρμόσιμο σχέδιο για μια άλλη πολιτική εξόδου από τη κρίση, πολιτική που θα συνεγείρει και θα κινητοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας ,τους πολίτες , τη νεολαία για να υλοποιήσουμε αυτήν την πολιτική.
Η πορεία της χώρας τους τελευταίους μήνες χαρακτηρίζεται από τη βαθιά κρίση που διέρχεται τόσο πριν όσο και μετά την υιοθέτηση του μνημονίου. Είναι λοιπόν σήμερα απαραίτητο να συζητήσουμε αλλά και να δράσουμε προκειμένου να εκπονήσουμε και να υλοποιήσουμε το σχέδιο για την άλλη πολιτική σε σχέση με αυτή που επιβάλλεται από την τρόικα στη χώρα μας.
Η συγκυρία στη χώρα χαρακτηρίζεται από την καταλυτική επίδραση του μνημονίου συνεργασίας τρόικας και ελληνικής κυβέρνησης. Σε αυτή τη συγκυρία κυριάρχησαν στο δημόσιο βίο οι πολιτικές και τα νεοφιλελεύθερα μέτρα και πέραν του μνημονίου ή και με αφορμή ή ακόμη και δικαιολογία του μνημονίου. Όχι τυχαία το μνημόνιο εδράζεται σε τρεις πυλώνες: τη δημοσιονομική προσαρμογή που αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο του, τις πολιτικές για το χρηματοπιστωτικό τομέα και τις διαρθρωτικές πολιτικές.
Ο πρώτος πυλώνας, αυτός της δημοσιονομικής προσαρμογής στοχεύει στη λεγόμενη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών προς τη χώρα μας, μέσω της δραστικής μείωσης του ελλείμματος και της σταδιακής αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους μετά το 2013. Περιλαμβάνει τις δραστικές περικοπές των μισθών και των συντάξεων, τις περικοπές στην κοινωνική πολιτική και στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, την αύξηση των έμμεσων φόρων- ΦΠΑ, ειδικός φόρος καυσίμων κλπ.- τις μεταρρυθμίσεις στον κοινωνικό τομέα με δημοσιονομικό προσανατολισμό, το φορολογικό νομοσχέδιο, η έκτακτη εισφορά σε κερδοφόρες επιχειρήσεις και φυσικά το θέμα των ζημιογόνων ΔΕΚΟ.
Ο δεύτερος πυλώνας, που αφορά το χρηματοπιστωτικό τομέα περιλαμβάνει τη δημιουργία του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και μια σειρά ακόμα μέτρων ενίσχυσης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος μέσω της παροχής εγγυήσεων από το δημόσιο. Ήδη μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2010 έλαβαν ενισχύσεις ρευστότητας 30 δις. ευρώ και θα λάβουν άλλα 25 δις. εγγυήσεων μέσα στο δεύτερο εξάμηνο, ποσά που προστίθενται στο πρόγραμμα των 28 δις. που είχε αποφασίσει η κυβέρνηση της ΝΔ και συνεχίζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Ο τρίτος πυλώνας, οι διαρθρωτικές πολιτικές περιλαμβάνουν τις συντηρητικές αναδιαρθρώσεις στα κοινωνικά και εργατικά δικαιώματα- βλ. δυνατότητα απόκλισης προς τα κάτω των κατώτατων αμοιβών των κλαδικών και επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων σε σχέση με την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, κατάργηση των αποφάσεων του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας που προβλέπουν αμοιβές μεγαλύτερες της ε. γ. σ. σ. ε., «ευελιξία» δηλαδή μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατ’ αναλογία αυτών του δημοσίου τομέα, χαμηλότερες αμοιβές για τους νεοεισερχομένους στην εργασία, διευκόλυνση των απολύσεων, επέκταση της μερικής απασχόλησης, απελευθέρωση των κλειστών και «κλειστών» επαγγελμάτων, αποκρατικοποιήσεις.
Από τους παραπάνω πυλώνες συνάγεται σαφώς ένα σχέδιο πλήρως ενταγμένο στη συντηρητική διεθνώς και πανευρωπαϊκά πολιτική στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού:
Ακραία περιστολή σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά με το βάρος να πέφτει στους μισθωτούς και συνταξιούχους που πλήττονται αφενός λόγω των περικοπών, αφετέρου λόγω του αυξανομένου πληθωρισμού, εξαιτίας της αύξησης των φόρων και της διατήρησης ανέπαφης της ισχύος των καρτέλ. Επιπλέον, μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, γεγονός που βαθαίνει την ύφεση και περικοπή των παροχών του κοινωνικού κράτους που και πάλι πλήττει τα μεσαία και κατώτερα στρώματα.
Νεοφιλελευθερισμός σε ό,τι αφορά το τραπεζικό σύστημα και τα κοινωνικά δικαιώματα. Οι τράπεζες ενισχύονται αφειδώς και διαρκώς, με κρατικές εγγυήσεις τις οποίες χρησιμοποιούν για να κερδοσκοπούν εις βάρος του δημοσίου, καθώς βάσει των εγγυήσεων που το τελευταίο τους παρέχει δανείζονται φθηνά από την ΕΚΤ και κατόπιν με τα χρήματα που λαμβάνουν δανείζουν ακριβά το ελληνικό δημόσιο. Συνάμα αποφεύγουν «ενοχλητικά» ερωτήματα για τη ρευστότητά τους και κρατούν τη στρόφιγγα του δανεισμού στην πραγματική οικονομία κλειστή. Κοινώς ενισχύεται ο κερδοσκοπικός και ολιγοπωλιακός τους ρόλος εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Από την άλλη τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα κατεδαφίζονται με πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, όπως και του συσχετισμού ισχύος εργασίας- κεφαλαίου υπέρ του κεφαλαίου.
Μέσα από το μνημόνιο οι διεθνείς και ντόπιοι εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού επιμένουν σε μια σειρά από αντιαναπτυξιακές, καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Με πρόσχημα το υπαρκτό, οξύτατο δημοσιονομικό πρόβλημα, παραγνωρίζεται το κυριότερο, πρωταρχικό πρόβλημα της χώρας, το παραγωγικό, ενώ ο παρασιτισμός παραμένει ανέγγιχτος. Η πολιτική που επιβάλλει η νεοσυντηρητική ελίτ οδηγεί σε βίαιη «ανατολικοποίηση» και «βαλκανιοποίηση», τύπου αρχών δεκαετίας ’90, ενώ εμφανίζονται ολιγάρχες που με κρατικό χρήμα ή σκέτο «αέρα» προσπαθεί να αγοράσει ό,τι αξίζει από την εθνική οικονομία και τη δημόσια ακίνητη περιουσία κοψοχρονιά.
Παράλληλα, η εφαρμογή μιας πολιτικής είναι αντίθετη εκείνης που υπερψήφισε ο ελληνικός λαός, η μεταφορά του κέντρου λήψης αποφάσεων σε κέντρα με αποικιακή πρακτική και κουλτούρα επιβολής, η υιοθέτηση μέτρων που κινούνται στα όρια της συνταγματικής τάξης ή και πέρα από αυτά συνιστούν συμπτώματα μιας κρίσης που αφορά τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς μας ως εθνικά κυρίαρχης, δημοκρατικής χώρας.
Η πολιτική αυτή δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικη, εθνικά μειωτική και μη νομιμοποιημένη δημοκρατικά: είναι και μη βιώσιμη, δημοσιονομικά και οικονομικά. Προωθεί τη λεγόμενη τριτογενοποίηση της οικονομίας και η υπερσυγκέντρωση της υπεραξίας που παράγει η κοινωνία στους μη-παραγωγικούς κλάδους. Η διαδικασία αυτή όταν μάλιστα δεν συμβαδίζει με αύξηση της παραγωγικότητας των παραγωγικών κλάδων και με ενίσχυση της ποιότητας των παραγόμενων αγαθών – προϊόντων και υπηρεσιών – όχι μόνο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το υπερδιογκωμένο δημόσιο χρέος, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης- ελλειμμάτων και σε παρατεταμένη δημοσιονομική κρίση.
Ήδη τα πρώτα στοιχεία, πίσω από τη μείωση του ταμειακού ελλείμματος του προϋπολογισμού δείχνουν ότι τα έσοδα υστερούν και το δημόσιο έχει κηρύξει ένα είδος εσωτερικής στάσης πληρωμών προκειμένου πετύχει μια φαινομενική κάλυψη των ασφυκτικών στόχων του μνημονίου ενώ η ύφεση στην πραγματική οικονομία βαθαίνει επικίνδυνα.
Σε αυτήν την κατάσταση η χώρα βρέθηκε λόγω μιας ιστορικής «σύμπτωσης» παραγόντων: της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, των χρόνιων εσωτερικών οικονομικών και δημοσιονομικών προβλημάτων και συντηρητικών επιλογών των τελευταίων κυβερνήσεων.
Παγκοσμίως βιώνουμε την τρίτη φάση κερδοσκοπικής και νεοφιλελεύθερης λεηλασίας του πλούτου των λαών από τις καπιταλιστικές ελίτ, ως αντίδραση στην κρίση που οι ίδιες προκάλεσαν. Αφού εδώ και 30 χρόνια ενισχύεται ο τραπεζοπιστωτικός τομέας και η άυλη οικονομία εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και της μισθωτής εργασίας, συγκεντρώνοντας διαρκώς μεγαλύτερο πλούτο και βαθαίνοντας τις κοινωνικές ανισότητες, αφού μετά το 2008 με το πρόσχημα της διάσωσης των “πολύ μεγάλων για να αφεθούν να καταρρεύσουν” χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, χρήματα των φορολογουμένων αξιοποιήθηκαν προς όφελος των ιδρυμάτων αυτών με τρόπους αδιαφανείς και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο, τώρα πλέον η κερδοσκοπική φύση του παγκόσμιου καπιταλισμού τον ωθεί να ποντάρει στις χρεωκοπίες κρατών, υφαρπάζοντας τον πλούτο τους και διαλύοντας τις εθνικές οικονομίες και κοινωνίες. Ανακαλύπτεται έτσι για τις ελίτ μία νέα πηγή κερδοσκοπίας.
Στα παραπάνω προστίθενται οι ιδιαίτερες αντιφάσεις του οικοδομήματος της ευρωζώνης, το οποίο χωρίς θεσμούς ικανούς να γεφυρώσουν το ενδοευρωπαϊκό χάσμα Βορρά- Νότου και να διασφαλίσουν μια δημοκρατική πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση δοκιμάζεται εσωτερικά από παραδοσιακούς κεντροευρωπαϊκούς εθνικισμούς, σφαίρες επιρροής, στερεοτυπικές αναλύσεις και μια απόλυτη αδυναμία να πρωταγωνιστήσει στις παγκόσμιες εξελίξεις. Τη στιγμή που σχεδόν όλα τα κράτη μέλη της ΟΝΕ παραβιάζουν αναγκαστικά τα ασφυκτικά όρια της συνθήκης του Μάαστριχτ η γερμανική ελίτ με τη στήριξη και της γαλλικής επιχειρεί να δομήσει ένα ακόμα ασφυκτικότερο σύστημα ελέγχου των πολιτικών των επιμέρους κρατών- μελών. Η ΕΕ και η ΟΝΕ εξελίσσονται σε ένα δημοσιονομικό πειθαρχείο ύφεσης και κοινωνικής οπισθοδρόμησης.
Οι νεοσυντηρητικοί της ζώνης του Ευρώ έχουν κάνει την επιλογή τους: τεχνητή ύφεση και ανεργία με σκοπό την αναγέννηση της κερδοφορίας και τη μεσοπρόθεσμη αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας. Καμία συζήτηση για ανάπτυξη με αναδιανομή εισοδήματος, για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και της αποτελεσματικότητάς τους, καμία κίνηση προς όφελος της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της ισχυροποίησης των περιφερειακών οικονομιών, παρά μόνο ζήλος για τη διασφάλιση της τοκογλυφικής αποπληρωμής των πιστωτών και της διατήρηση των ενδοκοινοτικών σχέσεων εξάρτησης. Μια Ευρώπη των τραπεζιτών που πνίγει την Ευρώπη των λαών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η χώρα βρίσκεται σε κρίση εξαιτίας του παρασιτικού και μεταπρατικού μοντέλου μεγέθυνσης που ακολούθησε. Η εγχώρια (μεγάλο)αστική τάξη υπήρξε πάντοτε παρασιτική και μεταπρατική, επιβιώνοντας στη βάση του υπερπλουτισμού και της μονοπωλιακής δομής της οικονομίας, απομυζώντας το κράτος και ούσα εξαρτημένη από το πολυεθνικό κεφάλαιο που δρούσε και δρα στη χώρα μας όπως και σε άλλες χώρες, με μεθόδους αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές.
Παράλληλα, το σύνολο σχεδόν της εθνικής οικονομίας ελέγχεται ολιγοπωλιακά, χάρη στη στρέβλωση κάθε έννοιας δυτικού τύπου ελέγχου της επιχειρηματικής δραστηριότητας όπως και ανταγωνισμού. Η έλλειψη δε, ισχυρού κοινωνικού κράτους πρόνοιας με κανόνες και αρχές οδήγησε σε αλλοτρίωση στη βάση μίκρο- διευκολύνσεων τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Στη μεταπολιτευτική περίοδο οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ διαμόρφωσαν ένα ισχυρό για τα ελληνικά δεδομένα κράτος πρόνοιας, προώθησε τον εκδημοκρατισμό του κράτους και οδήγησε σε μέτρα εκσυγχρονισμού των κρατικών δομών και στη δημιουργία μιας εκτεταμένης μεσαίας τάξης. Δεν ανετράπη όμως ο παρασιτισμός και ο μεταπρατισμός της (μεγάλο) αστικής τάξης και στην πορεία η παραγωγική βάση της εθνικής οικονομίας, ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας συρρικνώθηκαν ως προς τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ, όπως και η ανταγωνιστικότητά τους. Παράλληλα, το κοινωνικό κράτος δεν εξελίχθηκε προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικό και δεν οργανώθηκε περαιτέρω.
Η σύνδεση με το στενό πυρήνα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού έδωσε τη δυνατότητα του φθηνού χρήματος στην Ελλάδα αλλά και μείωσε τους χρόνους αναγκαστικού συντονισμού της με τις προηγμένες δυτικές οικονομίες. Παράλληλα, ειδικά από τη δεκαετία του ’90 και δώθε ακολουθήθηκε η κυρίαρχη παγκοσμίως συνταγή της οικονομίας της φούσκας στην ελληνική της εκδοχή, με έμφαση στην οικοδομή, στο φθηνό δανεικό χρήμα και στην περίπτωσή μας στα μεγάλα έργα.
Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας μετά το 2004, με εγκληματικό και ληστρικό τρόπο βάθυναν τις δομικές αδυναμίες της εθνικής οικονομίας που άφησαν πίσω τους οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, προσθέτοντας και νέα προβλήματα, επανέφεραν μια σειρά παλαιοκομματικών λογικών σε οξύτατο βαθμό στο δημόσιο τομέα, πριμοδότησαν τα πιο παρασιτικά στρώματα της επιχειρηματικής τάξης, υποβάθμισαν το διεθνές κύρος της χώρας και έσβησαν όλα τα επιτεύγματα των προηγουμένων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ. Αναμφισβήτητα φέρουν την κύρια ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρέθηκε σήμερα η χώρα.
Η ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ προέκυψε καθώς η πλειοψηφία του ελληνικού λαού καταδίκασε τα φαινόμενα που προκάλεσαν οι συντηρητικές δυνάμεις της χώρας, αποστράφηκε των κηρυγμάτων του νεοφιλελευθερισμού και, κυρίως, συστρατεύθηκε με την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για μια ρεαλιστική ριζοσπαστική διέξοδο. Ο Πρόεδρος του Κινήματος και παράλληλα Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς εξέφρασε τη διεθνώς, έστω και δειλά επανεμφανιζόμενη πολιτική πεποίθηση ότι η διέξοδος από την ολοένα και βαθύτερη συστημική κρίση δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από τις ανασυντασσόμενες δυνάμεις του διεθνούς, δημοκρατικού σοσιαλιστικού κινήματος και την εφαρμογή ενός ρεαλιστικού, ριζοσπαστικού προγράμματος τομών και ανατροπών στις συντηρητικές, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές πολιτικές.
Η νέα κυβέρνηση κλήθηκε πολύ γρήγορα να αντιμετωπίσει σκληρές και συντονισμένες επιθέσεις του διεθνών χρηματοπιστωτικών κύκλων, οι οποίες απείλησαν με στραγγαλισμό την ελληνική οικονομία. Η καθυστέρηση και η αστοχία συγκεκριμένων κυβερνητικών χειρισμών, σε σχέση: α) με το δανειακό πρόγραμμα και συγκεκριμένα την καθυστέρηση στο δανεισμό και τη μη αξιοποίηση μεγαλύτερου τμήματος εκ των δανεικών που μας δόθηκαν, β) τη διεθνή μας εικόνα και γ) την αναζήτηση εναλλακτικών πιστωτών, όπως και η ξεδιάντροπα υποκριτική στάση της ευρωπαϊκής συντηρητικής, νεοφιλελεύθερης ηγεσίας, σε συνδυασμό με τη συσσώρευση των διαρθρωτικών αδυναμιών της χώρας και τις συνέπειες της πρωτοφανούς λεηλασίας του δημοσίου κατά το προηγούμενο διάστημα ενίσχυσαν τις επιθέσεις αυτές. Η νέα κυβέρνηση υποχώρησε στις κάθε είδους πιέσεις, υιοθέτησε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ως βάση τους είχαν το μηχανισμό στήριξης ΕΕ- ΕΚΤ-ΔΝΤ.
Πρόταση πολιτικής στρατηγικής:
Ως προοδευτικές και σοσιαλιστικές τιθέμεθα προ του ζητήματος της πολιτικής στρατηγικής που πρέπει να ακολουθηθεί, πάνω σε δύο άξονες: τη γενική πολιτική στρατηγική των προοδευτικών επιλογών, για μια προοδευτική εναλλακτική λύση απέναντι στις συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες και μονεταριστικές επιλογές και την ειδικότερη πολιτική στρατηγική σε σχέση με το ρόλο του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας.
Αναφορικά με τη γενικότερη πολιτική στρατηγική, όπως σε κάθε ιστορική περίοδο δομικής κρίσης, έτσι και σήμερα, η διεθνής πολιτική σκηνή συνταράσσεται από μια ιδεολογική διαπάλη ενόψει καίριων, ριζικών και ταυτόχρονα αναπόφευκτων αλλαγών. Ο νεοφιλελευθερισμός διεθνώς επιχειρηματολογεί επίμονα για μια συστημική διέξοδο, πασχίζει να διατηρήσει τη διεθνή κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και επιμένει να προωθεί πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν με αδιαμφισβήτητες όμως πια τις αρνητικές τους επιπτώσεις.
Στον αντίποδα, η συντονισμένη έκφραση του διεθνούς ριζοσπαστικού, προοδευτικού κινήματος έχει την ιστορική ευθύνη να απαντήσει στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου με τη διεθνοποιημένη προώθηση ιστορικά ώριμων, κοινωνικά δίκαιων, δημοκρατικά μεστών αλλά και οικονομικά αποτελεσματικότερων διεκδικήσεων:
* συντονισμένη διεθνικά, κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και των αμοιβών και αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου εξασφαλίζοντας τη διαπεριφερειακή σύγκλιση, καθώς και την αντιστροφή των κοινωνικών ανισοτήτων, ως προοδευτική απάντηση απέναντι στο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό ντάμπινγκ, αναπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών
* ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και υλοποίηση δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας,
* σταδιακή ενίσχυση του κοινωνικού χαρακτήρα αγαθών που μέχρι σήμερα αναπτύσσουν παρασιτικά την εμπορική τους υφή,
* διαμόρφωση ενός φορέα διεθνούς, διακρατικής συνεργασίας για την ανάπτυξη του «υπερεθνικού κοινωνικού κράτους δικαίου», την εγκαθίδρυση της διεθνοποιημένης κοινωνικής δημοκρατίας, τη διασφάλιση της ειρήνης και της περιβαλλοντικής ισορροπίας, σε αντίθεση με τις συντηρητικές, αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές όψεις της παγκοσμιοποίησης
* περιορισμός και έλεγχος της άυλης οικονομίας προς όφελος της παραγωγικής βάσης της οικονομίας
* διασφάλιση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας των κρατών προς όφελος των λαών
* ευρωπαϊκή λύση στα προβλήματα των ευρωπαϊκών κρατών, χωρίς στροφή στους εθνικούς απομονωτισμούς, μέσα από τη μάχη για Ευρώπη των λαών και της κοινωνικής δικαιοσύνης
* πρόταξη της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κινήματος επανάκτησης του δημοσίου χώρου, υλικού και άυλου, που εκχωρείται ολοένα και περισσότερο σε ιδιωτικά συμφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται με οξύτητα το ζήτημα της ειδικότερης πολιτικής στρατηγικής που έχει να κάνει με το συλλογικό μας πολιτικό υποκείμενο: το κόμμα ΠΑΣΟΚ σήμερα ταλανίζεται από το δυϊσμό που προκύπτει από το γεγονός ότι η ασκούμενη κυβερνητική πολιτική βρίσκεται στον αντίποδα του ιδεολογικού του χαρακτήρα και του προεκλογικού προγράμματος. Η πραγματικότητα αυτή συνδυάζεται με την προϊούσα εδώ και χρόνια από- πολιτικοποίηση του κινήματος, με την αποσύνδεσή του από τα κοινωνικά κινήματα, με την υποχώρηση της εσωκομματικής δημοκρατίας και της αξιοκρατίας. Έτσι το κίνημα ΠΑΣΟΚ συρρικνώνεται ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο, δοκιμάζονται οι αρχές του, ο κόσμος του και το προοδευτικό του πρόγραμμα, σε μια κρίση όπου μεταξύ των άλλων κρίνεται πολύ σοβαρά η συμμαχία προοδευτικών και πολιτικών δυνάμεων που διαμόρφωσαν αυτό το κίνημα.
Και όμως όσοι θεωρούμε ότι ο ιδεολογικός χαρακτήρας του ΠΑΣΟΚ, ως προοδευτικού και σοσιαλιστικού κινήματος είναι και ρεαλιστικός και αναγκαίος, όσοι πρεσβεύουμε ότι το πρόγραμμα που ψήφισε ο ελληνικός λαός, εμπλουτισμένο και επικαιροποιημένο βάσει των μετεκλογικών εξελίξεων συνιστά τη ρεαλιστική συνταγή εξόδου από την κρίση και όχι επίτασής της δηλώνουμε ότι δε χαρίζουμε το ΠΑΣΟΚ σε κανέναν. Το ΠΑΣΟΚ είναι η προοδευτική του βάση, όχι οι μονεταριστικές και νεοφιλελεύθερες ομάδες που αναιρούν το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κινήματος. Δεν μπορούν να δρουν στο όνομά μας.
Δεν χαρίζουμε τον προοδευτικό και σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κινήματός μας. Πρέπει σήμερα να προχωρήσουμε σε πραγματική επαναπολιτικοποίηση και επαναϊδεολογικοποίηση του κινήματος, με συλλογικές και δημοκρατικές διαδικασίες παντού, από τη βάση προς την κορυφή, με ειλικρινή συζήτηση και με δημοκρατικές αποφάσεις για το τι δέον γενέσθαι, ώστε να ενισχύσουμε τους δεσμούς του ΠΑΣΟΚ με τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα. Στοιχείο της κρίσης αποτελούν η επίθεση στην πολιτική και στις προοδευτικές πολιτικές σήμερα, η προσπάθεια συμψηφισμού της χρεωκοπημένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής με την πολιτική συνολικά και ειδικότερα με την προοδευτική πολιτική, με όρους κατευθυνόμενου φανατισμού εναντίον των προοδευτικών και σοσιαλιστικών δυνάμεων.
Γι’ αυτό πρέπει το προοδευτικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ να αποτελέσει τη βάση της κυβερνητικής πολιτικής, συνδεδεμένης με τις προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις, αγροτών- εργατών- μισθωτών- νεολαίας- μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών- αυτοαπασχολουμένων και δημιουργικών δυνάμεων της χώρας. Επιπλέον είμαστε αντίθετοι με τις αντιφάσεις και τις πολιτικές δυισμού και διχασμού μεταξύ των προοδευτικών πολιτικών και των πολιτικών της κυβέρνησης. Ρεαλιστική αναγκαιότητα είναι η έξοδος από την κρίση με προοδευτική και σοσιαλιστική πολιτική, όχι με πολιτική τρόικας και μνημονίου.
Με βάση αυτές τις εξελίξεις προκύπτουν τέσσερα μεγάλα ζητήματα για τη χώρα από εδώ και στο εξής: η βαθιά ύφεση, η νέα φτώχεια, το έλλειμμα λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας και ποιες πολιτικές δυνάμεις θα οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση και την κηδεμονία. Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο που θα ανατρέπει τις συνέπειες του μνημονίου όχι για να επανέλθουμε στο προηγούμενο οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς. Για να θεμελιώσουμε την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, τη δόμηση μιας παραγωγικής, βιώσιμης οικονομίας και μιας κοινωνίας συνοχής. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιβιώσει πάνω σε ένα βουνό χρέους, δημοσίου ή ιδιωτικού, ως μια παρασιτική οικονομία, με ένα αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα και με μια πολιτική ελίτ αλληλεξαρτημένη με τις δυνάμεις του παρασιτισμού. Δεν μπορεί να αφήσει ανέγγιχτες τις προβληματικές πτυχές του δημοσίου τομέα αλλά ούτε και να συμβιβαστεί με τον παρασιτισμό της ιδιωτικής οικονομίας.
Χρειάζεται σχέδιο για ένα βαθύ κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο. Το σχέδιο αυτό πρέπει και μπορεί να υλοποιηθεί από μία κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ που θα επαναπροσανατολίσει την πολιτική της, θα ρίξει βαθιές ρίζες στο λαό, θα αποστεί από το μνημόνιο και θα αντικαταστήσει τη νομοθεσία που εφαρμόζεται βάσει του μνημονίου, με προοδευτικές και σοσιαλιστικές πολιτικές. Μία κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με ριζικά διαφορετικό πρόσωπο και πολιτική.
Εξειδίκευση της εναλλακτικής στρατηγικής και πολιτικές:
Στο πλαίσιο των παραπάνω θέσεών μας θεωρούμε ότι σε κομβικές κατευθύνσεις του κυβερνητικού έργου πρέπει να ακολουθηθούν- χωρίς να πρόκειται για εξαντλητική απαρίθμηση- οι παρακάτω πολιτικές:
1. Η κυβέρνηση μέσα από μια γενναία – και αυτοκριτική- στροφή της πολιτικής της πρέπει να ρίξει γέφυρες στη δοκιμαζόμενη κοινωνία αλλά και προς τις προοδευτικές, σοσιαλιστικές δυνάμεις, προκειμένου να ανατραπούν οι αντιλαϊκές επιπτώσεις του μνημονίου.
2. Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής μας είναι απολύτως απαραίτητο να ξεφύγουμε από ένα συγκεκριμένο «καρτέλ» δανειστών- τοκογλύφων που δρουν εις βάρος της χώρας. Οι χώρες του BRIC και οι αραβικές χώρες προσφέρουν τέτοια προοπτική. Η εξεύρεση εναλλακτικών πιστωτών θα μπορούσε να λάβει χαρακτηριστικά στρατηγικών συνεργασιών και σε καμία περίπτωση αποικιακού χαρακτήρα, ετεροβαρών συμφωνιών. Χρειάζεται για ένα συνολικό, κυβερνητικό σχέδιο για το πώς στρατηγικοί τομείς όπως ο σιδηρόδρομος, οι θαλάσσιες μεταφορές και οι λιμενικές υποδομές, ο δημόσιος τραπεζικός τομέας και η ακίνητη περιουσία του δημοσίου, η πράσινη ανάπτυξη και η φαρμακευτική βιομηχανία, τα ΑΕΙ μας θα μπορούσαν χωρίς να πωληθούν και χωρίς να από- εθνικοποιηθούν να αποτελέσουν πεδίο διεθνών συμφωνιών που θα συνδυάζονται με ένα αποτελεσματικό και εναλλακτικό πρόγραμμα μακροχρόνιου και χαμηλότοκου δανεισμού. Φυσικά ανάλογες είναι και οι ανάγκες για συνολικό γεωπολιτικό επαναπροσανατολισμό της χώρας.
3. Πρέπει να καταθέσουμε την πρόταση για συνολική, επιθετική επαναδιαπραγμάτευση χρέους διεθνώς και ειδικά από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ένα επιθετικό μέτωπο απέναντι στους μονεταριστές και τους νεοφιλελεύθερους διεθνώς.
4. Απευθείας επαναδιαπραγμάτευση του χρέους μας με τους κύριους πιστωτές μας προκειμένου να επιμηκυνθεί η αποπληρωμή του και τμήμα του να μειωθεί. Δεν ισοδυναμεί σε κάθε περίπτωση με στάση πληρωμών..
5. Συμμαχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο για εκ βάθρων αλλαγή των θεμελίων του ευρώ από τη μονεταριστική, υφεσιακή βάση του σε μια αναπτυξιακή κατεύθυνση με έμφαση σε αναπτυξιακή κατεύθυνση, με κοινωνικό χαρακτήρα. Η Ευρώπη δε χρειάζεται άλλον ένα μηχανισμό επιβολής σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας με τεράστιο κόστος για την ανάπτυξη και τις κοινωνικές παροχές. Μηχανισμός στήριξης προς όφελος των εργαζομένων και του κοινωνικού κράτους. Πολιτική αναδιανομής εισοδήματος σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εσωτερικά αλλά και διακρατικά ούτως ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα Βορρά- Νότου, χωρίς καμία συμμετοχή του ΔΝΤ. Πανευρωπαϊκή ρύθμιση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Έκδοση ευρωομολόγου, άρνηση αναγνώρισης από την ΕΕ των εκθέσεων πιστοληπτικής αξιολόγησης του καρτέλ των ανάλογων οίκων και δημοκρατικός έλεγχος των αποφάσεων της ΕΚΤ. Ενιαία ευρωπαϊκή φορολογική πολιτική. Γενναία πολιτική παραγωγικού επανασχεδιασμού συνολικά της ευρωπαϊκής οικονομίας και αντίστοιχο ταμείο χρηματοδότησης. Ανταγωνιστικότητα στη βάση της παραγωγικότητας και της ενίσχυσης –και- της εσωτερικής ζήτησης με την είσοδο στον οικονομικό κύκλο περιθωριοποιούμενων και φτωχοποιούμενων στρωμάτων , όχι στη βάση της φτωχοποίησης. Εγκατάλειψη της “flexicurity” και προσανατολισμός προς την καλά αμειβόμενη, σταθερή εργασία για όλους. Ευρώπη του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας.
6. Στο εσωτερικό της χώρας, άμεση εθνικοποίηση τμήματος του τραπεζικού τομέα, με δημιουργία ισχυρού δημόσιου τραπεζικού πυλώνα και αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του προς κατεύθυνση αναπτυξιακή και κοινής ωφέλειας. Αξιοποίηση μέρους των τραπεζικών καταθέσεων για τον άμεσο δανεισμό του κράτους. Το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να δανείζεται από την ΕΚΤ με 1% και να δανείζει το ελληνικό δημόσιο με πολλαπλάσια επιτόκια. Έκτακτη φορολόγηση της θεσμικής κερδοσκοπίας εις βάρος της χώρας, τα ποσά εκ της οποίας θα διατεθούν είτε στην ανάπτυξη, είτε στη δημοσιονομική εξισορρόπηση. Τράπεζα των φτωχών σύμφωνα με τα διεθνή προηγούμενα.
7. Αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, όχι με εκποίησή της και υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων.
8. Επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων εκμετάλλευσης των μεγάλων δημοσίων έργων που έχουν παραχωρηθεί σε ξένες επιχειρήσεις, παρότι οι τελευταίες είχαν εξαιρετικά μικρή συμμετοχή στην κατασκευή τους, με στόχο τη δημόσια εκμετάλλευση των μεγάλων έργων.
9. Αναδιάταξη του πρωτογενούς τομέα στη βάση αγροτικών, συνεταιριστικών επιχειρήσεων, που θα συγκεντροποιήσουν την αγροτική παραγωγή και το απαιτούμενο κεφάλαιο, θα λειτουργούν δημοκρατικά αλλά και επιχειρηματικά, θα εξασφαλίζουν την παραγωγή, τυποποίηση και εμπορία του προϊόντος, θα μειώσουν την εξάρτηση σταδιακά του αγρότη από τις κοινοτικές επιδοτήσεις, θα δημιουργήσουν τα προϊόντα ετικέτας και εν τέλει θα ωθήσουν και σε καινοτομίες στις καλλιέργειες, όπως και σε καινούριες καλλιέργειες. Παράλληλα έτσι θα χτυπηθούν οι μεσάζοντες και τα καρτέλ.
10. Βασικός πυλώνας για το δευτερογενή τομέα μπορεί να είναι η πράσινη ανάπτυξη διά της παραγωγής των εξαρτημάτων που απαιτούνται για τις ΑΠΕ και τις νέες μορφές ενέργειες από βιομηχανίες στη χώρα μας, με την παροχή ισχυρών κινήτρων πολλών ειδών για τέτοιου είδους επενδύσεις.
11. Έτερος πυλώνας ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα μπορεί να είναι και το μέρισμα αμυντικής βιομηχανίας. Αξιοποιώντας του ήδη υπάρχοντες και αποφασισμένους εξοπλισμούς ή αυτούς που κρίνονται ως απαραίτητοι, να προχωρήσει η Ελλάδα στη σύναψη μακροχρόνιων συμβολαίων αγοράς οπλικών συστημάτων στη βάση τριών «πυλώνων» κριτηρίων: των αμιγώς στρατιωτικών κριτηρίων, της δυνατότητας συμπαραγωγής τους στη χώρα μας και της δέσμευσης από πλευράς της χώρας προέλευσης των οπλικών συστημάτων σε αντίστοιχα μακροχρόνια αγορά ελληνικών ομολόγων.
12. Κίνητρα για την αναδιάταξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι συχνά- όχι πάντα- πολύ μικρές και παρωχημένες για να επιβιώσουν. Νομοσχέδιο για άλλου τύπου μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κύρια με συμμετοχή νέων επιστημόνων- πχ. νομικών, λογιστών, γεωπόνων, μηχανικών- που θα αναλάβουν τη δημιουργία των πράσινων γειτονιών. Ο στόχος πρέπει να είναι το σύνολο σχεδόν της πράσινης οικονομίας, πλην της παραγωγής του υλικού να ανατεθεί σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις. Θα πρόκειται για το μεγαλύτερο σχέδιο αναδιανομής εισοδήματος στην Ελλάδα αλλά και ταυτόχρονα για ένα εναλλακτικό μοντέλο δόμησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
13. Στις παραδοσιακού τύπου μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να γίνουν τομές. Πρέπει να διεξαχθεί επιτέλους σοβαρός διάλογος για το πώς από τη μια θα διατηρηθεί και θα επιβιώσει η ατομική και οικογενειακή επιχείρηση με το δικό της χρώμα αλλά και πως θα ενισχυθεί ούτως ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί υγιώς. Ένας τέτοιος διάλογος συμπεριλαμβάνει ζητήματα από την κατάσταση στα «κέντρα» των πόλεών μας και ειδικότερα των μεγάλων έως τις πιθανές συνενώσεις επιχειρήσεων σε ευρύτερο επιχειρηματικό πλαίσιο.
14. Αναδιοργάνωση και εξυγίανση των προβληματικών ΔΕΚΟ με διατήρηση του δημοσίου χαρακτήρα των στρατηγικών τομέων της εθνικής οικονομίας. Πολιτικές ενίσχυσης των παραγωγικών και αποδοτικών ΔΕΚΟ με δυναμική διείσδυσή τους σε νέες αγορές, προς όφελος του ελληνικού δημοσίου και των καταναλωτών.
15. Στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με μια σειρά πολιτικών. Αναστροφή των περικοπών μισθών και συντάξεων, κοινωνικός μισθός, μείωση του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης και των φόρων στα καύσιμα, διατίμηση σε προϊόντα που υπάρχει αποδεδειγμένα κερδοσκοπία. Επιπλέον στήριξη μέσω της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και των παροχών του. Η διασφάλιση για παράδειγμα ότι η υγεία και η παιδεία θα παρέχονται δημόσια και δωρεάν, αξιόπιστα και αποτελεσματικά μπορούν να αποδειχθούν αποτελεσματικότερες από οποιαδήποτε μισθολογική αύξηση. Το χτύπημα της ακρίβειας που έχει στη ρίζα της τα καρτέλ θα έχει εξίσου ευεργετικές συνέπειες. Προοδευτικά, βάσει εισοδημάτων, τιμολόγια των ΔΕΚΟ. Ευρύ πρόγραμμα λειτουργίας βρεφονηπιακών σταθμών προς όφελος των νέων γονιών. Δυνατότητα τμηματικής καταβολής του εφάπαξ και σε νεότερους εργαζομένους που ξεκινούν τη ζωή τους ή βρίσκονται σε μια κρίσιμη φάση αυτής. Πρόγραμμα φοιτητικής στέγης ούτως ώστε να απαλλαγεί η μέση οικογένεια από το βαρύ κόστος των σπουδών των παιδιών σε άλλες πόλεις.
16. Περιορισμός των ελαστικών μορφών απασχόλησης και κατάργηση ορισμένων εξ αυτών, όπως είναι η ενοικίαση εργαζομένων. Ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του ΟΜΕΔ και όχι αποδυνάμωσή τους, όπως επιλέγει η κυβέρνηση. Όχι στη διαφορετική αντιμετώπιση νέων και παλαιών εργαζομένων.
17. Αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος σε σχέση με τη εισροή πόρων στο σύστημα και όχι με περικοπές δικαιωμάτων και παροχών. Παροχή βασικού δικτύου ασφαλείας και δυνατότητα διαμόρφωσης προσωπικού συνταξιοδοτικού προγράμματος για τον κάθε ασφαλισμένο στη βάση προσωπικής σύμβασής του με τον ασφαλιστικό του φορέα, η οποία δε θα δύναται να ανατραπεί από οποιαδήποτε μελλοντική νομοθετική πρωτοβουλία. Ασφάλεια και αξιοπιστία στις σχέσεις δημοσίου και πολίτη.
18. Επανασχεδιασμός του δημοσίου τομέα όχι στη βάση μείωσης εισοδημάτων, απολύσεων και συκοφάντησης των δημοσίων υπαλλήλων. Ποιες υπηρεσίες πρέπει να παρέχει το δημόσιο, σε ποιο κόστος και με ποιους αποδέκτες. Σύγχρονο μάνατζμεντ και ταχύτατη προώθηση της μηχανοργάνωσης. Εφαρμογή τριετούς πλάνου σε κάθε δημόσια υπηρεσία που να σχετίζεται με τη συλλογή εσόδων του δημοσίου, κεντρικά και στα υποκαταστήματά της, με μετρήσιμους στόχους που θα δεσμεύουν σε ετήσιο επίπεδο τους διευθυντές, προϊσταμένους και λοιπά διοικητικά στελέχη. Σε περίπτωση επιτυχίας θα πρέπει να υπάρχει απόδοση μπόνους- που θα είναι τμήμα των επιπλέον εσόδων- στους αρμοδίους υπαλλήλους με τη μορφή πχ. της ισόποσης αύξησης του εφάπαξ ή και με απευθείας απόδοση των ποσών αυτών.
19. Επιμέρους προτάσεις εξοικονόμησης δαπανών, παραδειγματικά θα ήταν οι εξής: α) τακτοποίηση τμήματος των εκατομμυρίων αυθαιρέτων κατασκευών με την καταβολή υψηλού μεν, λογικού δε τιμήματος από τους ιδιοκτήτες τους, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Σε άλλη περίπτωση θα κόβεται άμεσα η ηλεκτροδότηση, η υδροδότηση, β) επιτάχυνση του έργου του περιορισμού της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής δαπάνης, γ) μη αναγνώριση των «παράνομων» προμηθειών των νοσοκομείων και απευθείας διαπραγμάτευση του δημοσίου με τις εταιρείες προμηθειών του εξωτερικού ακόμα και μέσω ξένων δημοσίων νοσοκομείων, δ) δημόσιος οργανισμός διαχείρισης και αξιοποίησης τουλάχιστον των νοσοκομειακών- αν όχι και των άλλων- αποβλήτων, ε) δεδομένου ότι μια σειρά μεγάλων επιχειρήσεων χρωστούν στο δημόσιο σύμφωνα με έρευνες γύρω στα 10- 12 δις. ευρώ θα πρέπει να ακολουθηθεί διαφορετική πολιτική από τη γενική ρύθμιση χρεών. Να διαχωριστεί το αρχικό κεφάλαιο οφειλής από τις προσαυξήσεις και αυτές που μπορούν να πληρώσουν αλλά δεν το κάνουν από εκείνες που αδυνατούν πλέον να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Οι πρώτες πρέπει να αντιμετωπίσουν όλη τη σκληρότητα και την αμεσότητα του νόμου, ενώ οι δεύτερες να ενισχυθούν εάν μπορούν να καταστούν και πάλι βιώσιμες. Στ) Κατάργηση της κρατικής διαφήμισης ή περιορισμός της, ζ) νέα, υψηλή τιμολόγηση των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων.
20. Κάλυψη του δημοκρατικού ελλείμματος που διαρκώς διευρύνεται. Εδώ και πολλά χρόνια το κέντρο λήψης αποφάσεων για τη χώρα έχει μετατοπιστεί από τις συλλογικές πολιτικές οντότητες και από τα θεσμικά κατοχυρωμένα, δημοκρατικά όργανα της πολιτείας σε εξωθεσμικά κέντρα. Η κυβέρνηση χρειάζεται αυτονομία στην πολιτική της και κανόνες στη σχέση κυβέρνησης- κοινοβουλίου- κράτους- κόμματος- κοινωνικών κινημάτων. Απαιτείται ένα ρεύμα συνταγματικού πατριωτισμού που θα αγωνιστεί για να μεταφέρει το κέντρο λήψης αποφάσεων στη χώρα και στο λαό. Ενίσχυση του ρόλου της Βουλής, πέρα από καταναγκασμούς και δουλείες, ενδυνάμωση των συνδικάτων και της αυτοδιοίκησης με κατεύθυνση την αμεσοδημοκρατία και φυσικά επαναπολιτικοποίηση και επαναφορά στο επίκεντρο του ρόλου του κόμματος, ως κομβικού πυλώνα της δημοκρατίας.
21. Επανάκτηση του δημοσίου χώρου στο υλικό και θεσμικό επίπεδο.
22. Στη βάση των παραπάνω είναι αυτονόητη η σχεδιασμένη και ρεαλιστική απεμπλοκή της χώρας από το μηχανισμό στήριξης ΕΕ-ΔΝΤ όπως και η δέσμευση για την ορατή και χρονολογημένη άρση των επιπτώσεών του στα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων αλλά και στις εργασιακές σχέσεις.
tvxs