Ο Κέβιν Ντέιβιντ Μίτνικ
είναι ένας από τους πιο διάσημους Αμερικανούς χάκερ. Έχοντας εισβάλει σε πολλά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και κλέβοντας δεδομένα από αυτά, τον καταδίκασαν σε φυλάκιση για ηλεκτρονικά εγκλήματα και κατοχή πλαστών ...
...στοιχείων. Ο Μίτνικ απέκτησε πολλούς υποστηρικτές που πίστευαν ότι η τιμωρία του ήταν υπερβολική και τον θεώρησαν σαν τον μεγαλύτερο χάκερ της εποχής μας .
Γεννημένος το 1963, ξεκίνησε τις περιπλανήσεις του στον κόσμο της τεχνολογίας υπολογιστών και τηλεπικοινωνιών στις αρχές της δεκαετίας του '80, με τον πιο συνηθισμένο για τους έφηβους Αμερικανούς της εποχής τρόπο: αυτόν της παράνομης απόκτησης πρόσβασης σε τηλεφωνικά συστήματα.
Η συγκεκριμένη δραστηριότητα, που αποκαλείται «phreakin», έχει φέρει πολλές φορές νεαρούς χρήστες υπολογιστών στο εδώλιο, καθώς η υπεραστική τηλεφωνία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες βιομηχανίες των ΗΠΑ και οι απώλειες κερδών κάνουν τις εταιρείες τύπου ΑΤ&Τ να χάνουν εντελώς την ψυχραιμία τους.
ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ ΧΑΚΕΡ
Ο Μίτνικ κατάφερε πολύ σύντομα να γίνει ο καλύτερος χάκερ της «σκηνής» του Λος Αντζελες, όμως οι εισβολές του στα συστήματα της τηλεφωνικής εταιρείας Pacific Bell τον έφεραν, πρώτη φορά το 1981, μπροστά στη δικαιοσύνη. Η πρώτη του αυτή εμπλοκή με τα δικαστήρια κατέληξε σε αναστολή (λόγω του νεαρού της ηλικίας), όμως η περιέργειά του και η εμμονή του με τα υπολογιστικά συστήματα συνέχισαν να καθοδηγούν τις πράξεις του.
Το 1983, το 1987 και το 1989 ο Μίτνικ βρέθηκε πάλι ενώπιον της δικαιοσύνης, πάντα με την ίδια κατηγορία: εισβολές σε συστήματα, αντιγραφή λογισμικού, παράνομη χρήση των πόρων των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών. Και στην καταδίκη του το 1989 η δικαστής Μαριάνα Φάελζερ επισήμανε πρώτη φορά ότι η περίπτωσή του μάλλον ξέφευγε από το πεδίο των νομικών και αφορούσε τους ψυχολόγους. Ο Μίτνικ δεν ήταν παράνομος, αλλά σχεδόν ψυχωσικός και έπρεπε να θεραπευτεί, με τον ίδιο περίπου τρόπο που θεραπεύονται τα εξαρτημένα από τα ναρκωτικά άτομα. Ηταν η πρώτη φορά που ο νόμος απαγόρευε στον χάκερ την πάσης φύσεως επαφή με τηλέφωνα ή υπολογιστές.
«Καταζητείται» ο εισβολέας
Ο Μίτνικ εξέτισε την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος, όμως το 1992 βρέθηκε για άλλη μια φορά ύποπτος για δραστηριότητες που σχετίζονταν με παράνομες εισόδους σε υπολογιστικά συστήματα. Το FBI εξέδωσε ένταλμα σύλληψής του και εισέβαλε στο σπίτι του στην Καλιφόρνια. Αλλά ο χάκερ δεν ήταν εκεί και από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε ένα κυνηγητό που έμελλε να κρατήσει τρία χρόνια. Οι διωκτικές αρχές τον αντιμετώπιζαν πλέον ως άτομο που έχει υποπέσει σε παράπτωμα και που κάθε φορά επιδείνωνε τη θέση του. Το πρόσωπό του βρέθηκε να φιγουράρει σε αφίσες με την επιγραφή «Καταζητείται». Ηταν η πρώτη φορά που κάποιος χάκερ βρισκόταν στη θέση αυτή.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ - Ο ΙΑΠΩΝΑΣ
Οι ικανότητες του Μίτνικ ήταν αρκετές για να τον κρατήσουν μακριά από τις διωκτικές αρχές. Αυτό που οδήγησε για μία ακόμη φορά στη σύλληψή του ήταν η εμμονή του με τα συστήματα. Το 1994 βρέθηκε να εισβάλει μέσω Internet στο σύστημα υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο και συγκεκριμένα στους υπολογιστές του καθηγητή Φυσικής Τσιτόμου Σιμομούρα. Ο ιάπωνας φυσικός έγινε στόχος του Μίτνικ, όχι λόγω της κυρίαρχης επαγγελματικής του ιδιότητας αλλά λόγω της δευτερεύουσας αυτής του ειδικού σε θέματα ασφάλειας υπολογιστών.
Η εμπλοκή του Μίτνικ με τον Σιμομούρα είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολύ τη δημοσιότητα. Πολλοί έχουν αποδώσει τη διάθεση του χάκερ να ενοχλήσει τον καθηγητή στις σχέσεις του τελευταίου με το FBI ο Λούις Φρι, διευθυντής του FBI, έχει δηλώσει δημοσίως ότι ο Σιμομούρα συνεργαζόταν με την υπηρεσία και μάλιστα ως έμμισθος υπάλληλος, κάτι που ο φυσικός αρνείται. Σε κάθε περίπτωση, ο Μίτνικ εισέβαλε στα συστήματα του Σιμομούρα, τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στο σπίτι του, και αλλοίωσε τα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του.
Αυτό φαίνεται ότι ήταν και το τελικό λάθος του. Ο Σιμομούρα ενεργοποιήθηκε αμέσως, ενημερώνοντας παράλληλα και τις διωκτικές αρχές. Εκδόθηκαν εντάλματα παρακολούθησης τηλεφώνων και η ομάδα του ιάπωνα καθηγητή άρχισε να παρακολουθεί τους υπολογιστές του πανεπιστημίου. Παράλληλα, ο Σιμομούρα αρχίζει να μιλάει με δημοσιογράφους, εκμεταλλευόμενος τη διάθεση των χάκερ να αποκτήσουν δημοσιότητα (ο Μίτνικ στο διάστημα αυτό άφηνε μηνύματα στον τηλεφωνητή του Σιμομούρα, ώστε να μην υπάρχουν αμφιβολίες για το ποιος είναι ο ένοχος). Και στις 15 Φεβρουαρίου του 1995 μια ομάδα του FBI συλλαμβάνει τον Κέβιν Μίτνικ για πέμπτη και πιθανότατα τελευταία φορά.
Χωρίς ελαφρυντικό
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η οδύσσεια του Μίτνικ. Η σύλληψή του γίνεται μεν με ένταλμα, όμως η κράτησή του είναι παράνομη δεν υπάρχει δίκη και οι δικηγόροι του παλεύουν για να καταφέρουν να γίνει η δίκη αυτή επί τέσσερα χρόνια. Οι κατηγορίες είναι βαριές και το παρελθόν του εγγυάται ότι πλέον δεν πρόκειται να έχει κανένα ελαφρυντικό απέναντι στον νόμο. Επί 14 χρόνια απασχολεί τις διωκτικές αρχές, ενώ για ένα διάστημα περίπου δύο χρόνων είναι καταζητούμενος. Μόνο που, ακόμη και έτσι, η συμπεριφορά της πολιτείας απέναντί του δημιουργεί πολλά ερωτήματα.
Είναι μάλλον φανερό ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θέλει να χρησιμοποιήσει τον Μίτνικ ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Η νομοθεσία της χώρας παρουσιάζει κενά και πολλές παρόμοιες υποθέσεις έχουν καταλήξει σε φιάσκο για τις διωκτικές αρχές, καθώς δικαστές και ενάγοντες βρίσκουν απέναντί τους πολύ διαβασμένους περί τα τεχνικά νομικούς. Η μεταχείριση που έχει υποστεί ο Μίτνικ, ο τρόπος που τον αντιμετωπίζει η δικαιοσύνη και οι ποινές που αντιμετωπίζει αποσκοπούν στο να αποθαρρύνουν παρόμοιες περιπτώσεις. Αντίθετα, ο Τσιτόμου Σιμομούρα παρουσιάζεται ως ήρωας και έχει την ελευθερία να αποκομίσει κέρδη από την υπόθεση, τόσο μέσω του βιβλίου που έχει γράψει μαζί με τον δημοσιογράφο των «Τάιμς της Νέας Υόρκης» Τζον Μάρκοφ όσο και από τα δικαιώματα για τη σχετική ταινία που έχει αρχίσει να γυρίζεται.
Η τελευταία πράξη του έργου, με πρωταγωνιστή τον «Κόνδορα» (το ψευδώνυμο του Μίτνικ, δανεισμένο από την ταινία «Τρεις μέρες του Κόνδορα»), παίχτηκε στις 26 Μαρτίου 1999, οπότε η ίδια δικαστής επέβαλε στον χάκερ ποινή πέντε χρόνων, αφότου ο ίδιος αποδέχθηκε τις πέντε από τις 25 κατηγορίες που του είχαν απαγγείλει.
ΣΗΜΕΡΑ
Όταν αποφυλακίστηκε το 2000 του απαγόρευσαν της χρήση συσκευών με πληκτρολόγιο για χρόνια.Σήμερα ο Μίτνικ έχει γράψει 2 βιβλία γύρω από την κοινωνική μηχανική και τα κενά ασφαλείας σε συστήματα. Έχει ιδρύσει την δικιά του εταιρία που ασχολείται με θέματα ασφαλείας σε δίκτυα (Mitnick Security Consulting). Επίσης κάνει σεμινάρια ασφαλείας σε μεγάλες εταιρίες του χώρου.
Ο Μίτνικ θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα πρόσωπα στην σκηνή των χάκερ.
αποσπάσματα wikipedia / tovima
είναι ένας από τους πιο διάσημους Αμερικανούς χάκερ. Έχοντας εισβάλει σε πολλά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και κλέβοντας δεδομένα από αυτά, τον καταδίκασαν σε φυλάκιση για ηλεκτρονικά εγκλήματα και κατοχή πλαστών ...
...στοιχείων. Ο Μίτνικ απέκτησε πολλούς υποστηρικτές που πίστευαν ότι η τιμωρία του ήταν υπερβολική και τον θεώρησαν σαν τον μεγαλύτερο χάκερ της εποχής μας .
Γεννημένος το 1963, ξεκίνησε τις περιπλανήσεις του στον κόσμο της τεχνολογίας υπολογιστών και τηλεπικοινωνιών στις αρχές της δεκαετίας του '80, με τον πιο συνηθισμένο για τους έφηβους Αμερικανούς της εποχής τρόπο: αυτόν της παράνομης απόκτησης πρόσβασης σε τηλεφωνικά συστήματα.
Η συγκεκριμένη δραστηριότητα, που αποκαλείται «phreakin», έχει φέρει πολλές φορές νεαρούς χρήστες υπολογιστών στο εδώλιο, καθώς η υπεραστική τηλεφωνία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες βιομηχανίες των ΗΠΑ και οι απώλειες κερδών κάνουν τις εταιρείες τύπου ΑΤ&Τ να χάνουν εντελώς την ψυχραιμία τους.
ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ ΧΑΚΕΡ
Ο Μίτνικ κατάφερε πολύ σύντομα να γίνει ο καλύτερος χάκερ της «σκηνής» του Λος Αντζελες, όμως οι εισβολές του στα συστήματα της τηλεφωνικής εταιρείας Pacific Bell τον έφεραν, πρώτη φορά το 1981, μπροστά στη δικαιοσύνη. Η πρώτη του αυτή εμπλοκή με τα δικαστήρια κατέληξε σε αναστολή (λόγω του νεαρού της ηλικίας), όμως η περιέργειά του και η εμμονή του με τα υπολογιστικά συστήματα συνέχισαν να καθοδηγούν τις πράξεις του.
Το 1983, το 1987 και το 1989 ο Μίτνικ βρέθηκε πάλι ενώπιον της δικαιοσύνης, πάντα με την ίδια κατηγορία: εισβολές σε συστήματα, αντιγραφή λογισμικού, παράνομη χρήση των πόρων των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών. Και στην καταδίκη του το 1989 η δικαστής Μαριάνα Φάελζερ επισήμανε πρώτη φορά ότι η περίπτωσή του μάλλον ξέφευγε από το πεδίο των νομικών και αφορούσε τους ψυχολόγους. Ο Μίτνικ δεν ήταν παράνομος, αλλά σχεδόν ψυχωσικός και έπρεπε να θεραπευτεί, με τον ίδιο περίπου τρόπο που θεραπεύονται τα εξαρτημένα από τα ναρκωτικά άτομα. Ηταν η πρώτη φορά που ο νόμος απαγόρευε στον χάκερ την πάσης φύσεως επαφή με τηλέφωνα ή υπολογιστές.
«Καταζητείται» ο εισβολέας
Ο Μίτνικ εξέτισε την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος, όμως το 1992 βρέθηκε για άλλη μια φορά ύποπτος για δραστηριότητες που σχετίζονταν με παράνομες εισόδους σε υπολογιστικά συστήματα. Το FBI εξέδωσε ένταλμα σύλληψής του και εισέβαλε στο σπίτι του στην Καλιφόρνια. Αλλά ο χάκερ δεν ήταν εκεί και από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε ένα κυνηγητό που έμελλε να κρατήσει τρία χρόνια. Οι διωκτικές αρχές τον αντιμετώπιζαν πλέον ως άτομο που έχει υποπέσει σε παράπτωμα και που κάθε φορά επιδείνωνε τη θέση του. Το πρόσωπό του βρέθηκε να φιγουράρει σε αφίσες με την επιγραφή «Καταζητείται». Ηταν η πρώτη φορά που κάποιος χάκερ βρισκόταν στη θέση αυτή.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ - Ο ΙΑΠΩΝΑΣ
Οι ικανότητες του Μίτνικ ήταν αρκετές για να τον κρατήσουν μακριά από τις διωκτικές αρχές. Αυτό που οδήγησε για μία ακόμη φορά στη σύλληψή του ήταν η εμμονή του με τα συστήματα. Το 1994 βρέθηκε να εισβάλει μέσω Internet στο σύστημα υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο και συγκεκριμένα στους υπολογιστές του καθηγητή Φυσικής Τσιτόμου Σιμομούρα. Ο ιάπωνας φυσικός έγινε στόχος του Μίτνικ, όχι λόγω της κυρίαρχης επαγγελματικής του ιδιότητας αλλά λόγω της δευτερεύουσας αυτής του ειδικού σε θέματα ασφάλειας υπολογιστών.
Η εμπλοκή του Μίτνικ με τον Σιμομούρα είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολύ τη δημοσιότητα. Πολλοί έχουν αποδώσει τη διάθεση του χάκερ να ενοχλήσει τον καθηγητή στις σχέσεις του τελευταίου με το FBI ο Λούις Φρι, διευθυντής του FBI, έχει δηλώσει δημοσίως ότι ο Σιμομούρα συνεργαζόταν με την υπηρεσία και μάλιστα ως έμμισθος υπάλληλος, κάτι που ο φυσικός αρνείται. Σε κάθε περίπτωση, ο Μίτνικ εισέβαλε στα συστήματα του Σιμομούρα, τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στο σπίτι του, και αλλοίωσε τα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του.
Αυτό φαίνεται ότι ήταν και το τελικό λάθος του. Ο Σιμομούρα ενεργοποιήθηκε αμέσως, ενημερώνοντας παράλληλα και τις διωκτικές αρχές. Εκδόθηκαν εντάλματα παρακολούθησης τηλεφώνων και η ομάδα του ιάπωνα καθηγητή άρχισε να παρακολουθεί τους υπολογιστές του πανεπιστημίου. Παράλληλα, ο Σιμομούρα αρχίζει να μιλάει με δημοσιογράφους, εκμεταλλευόμενος τη διάθεση των χάκερ να αποκτήσουν δημοσιότητα (ο Μίτνικ στο διάστημα αυτό άφηνε μηνύματα στον τηλεφωνητή του Σιμομούρα, ώστε να μην υπάρχουν αμφιβολίες για το ποιος είναι ο ένοχος). Και στις 15 Φεβρουαρίου του 1995 μια ομάδα του FBI συλλαμβάνει τον Κέβιν Μίτνικ για πέμπτη και πιθανότατα τελευταία φορά.
Χωρίς ελαφρυντικό
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η οδύσσεια του Μίτνικ. Η σύλληψή του γίνεται μεν με ένταλμα, όμως η κράτησή του είναι παράνομη δεν υπάρχει δίκη και οι δικηγόροι του παλεύουν για να καταφέρουν να γίνει η δίκη αυτή επί τέσσερα χρόνια. Οι κατηγορίες είναι βαριές και το παρελθόν του εγγυάται ότι πλέον δεν πρόκειται να έχει κανένα ελαφρυντικό απέναντι στον νόμο. Επί 14 χρόνια απασχολεί τις διωκτικές αρχές, ενώ για ένα διάστημα περίπου δύο χρόνων είναι καταζητούμενος. Μόνο που, ακόμη και έτσι, η συμπεριφορά της πολιτείας απέναντί του δημιουργεί πολλά ερωτήματα.
Είναι μάλλον φανερό ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θέλει να χρησιμοποιήσει τον Μίτνικ ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Η νομοθεσία της χώρας παρουσιάζει κενά και πολλές παρόμοιες υποθέσεις έχουν καταλήξει σε φιάσκο για τις διωκτικές αρχές, καθώς δικαστές και ενάγοντες βρίσκουν απέναντί τους πολύ διαβασμένους περί τα τεχνικά νομικούς. Η μεταχείριση που έχει υποστεί ο Μίτνικ, ο τρόπος που τον αντιμετωπίζει η δικαιοσύνη και οι ποινές που αντιμετωπίζει αποσκοπούν στο να αποθαρρύνουν παρόμοιες περιπτώσεις. Αντίθετα, ο Τσιτόμου Σιμομούρα παρουσιάζεται ως ήρωας και έχει την ελευθερία να αποκομίσει κέρδη από την υπόθεση, τόσο μέσω του βιβλίου που έχει γράψει μαζί με τον δημοσιογράφο των «Τάιμς της Νέας Υόρκης» Τζον Μάρκοφ όσο και από τα δικαιώματα για τη σχετική ταινία που έχει αρχίσει να γυρίζεται.
Η τελευταία πράξη του έργου, με πρωταγωνιστή τον «Κόνδορα» (το ψευδώνυμο του Μίτνικ, δανεισμένο από την ταινία «Τρεις μέρες του Κόνδορα»), παίχτηκε στις 26 Μαρτίου 1999, οπότε η ίδια δικαστής επέβαλε στον χάκερ ποινή πέντε χρόνων, αφότου ο ίδιος αποδέχθηκε τις πέντε από τις 25 κατηγορίες που του είχαν απαγγείλει.
ΣΗΜΕΡΑ
Όταν αποφυλακίστηκε το 2000 του απαγόρευσαν της χρήση συσκευών με πληκτρολόγιο για χρόνια.Σήμερα ο Μίτνικ έχει γράψει 2 βιβλία γύρω από την κοινωνική μηχανική και τα κενά ασφαλείας σε συστήματα. Έχει ιδρύσει την δικιά του εταιρία που ασχολείται με θέματα ασφαλείας σε δίκτυα (Mitnick Security Consulting). Επίσης κάνει σεμινάρια ασφαλείας σε μεγάλες εταιρίες του χώρου.
Ο Μίτνικ θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα πρόσωπα στην σκηνή των χάκερ.
αποσπάσματα wikipedia / tovima